Oι προσφεύγοντες συγγενείς του αποβιώσαντος στην υπόθεση Danciu κ.α. κατά Ρουμανίας (αρ.προσφ. 48395/16) δικαιώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου – ΕΔΑΔ για την αδικαιολόγητη καθυστέρηση έρευνας σε υπόθεση απόπειρας φόνου.
Συγκεκριμένα, η υπόθεση αφορούσε εικαζόμενη απόπειρα δολοφονίας συγγενή τους. Τον Σεπτέμβριο του 2008, η τοπική αστυνομία της Borșa κλήθηκε να επέμβει σε μία διαμάχη έξω από ένα εστιατόριο στην οποία είχε λάβει μέρος ο σύζυγος και πατέρας αντίστοιχα των προσφευγόντων, αλλά όταν έφθασαν οι αστυνομικές αρχές είχε ήδη μεταφερθεί στο νοσοκομείο με τραυματισμό στο κεφάλι και διάσειση. Όταν ρωτήθηκε στο νοσοκομείο ισχυρίστηκε ότι τον είχαν ψεκάσει με δακρυγόνα και ότι δέχθηκε επίθεση με ξύλινο ρόπαλο. Ένας από τους υπόπτους κατηγορήθηκε τελικά το 2010 για σωματική βλάβη κατά του θύματος καθώς και για την πρόκληση σοβαρής διαταραχής της δημόσιας τάξης. Η κατηγορία μεταβλήθηκε στη συνέχεια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας. Ωστόσο, η ποινική διαδικασία έληξε, το 2016 με απαλλαγή κατηγοριών λόγω έλλειψης ενοχοποιητικών στοιχείων ενώ το φερόμενο ως θύμα είχε αποβιώσει το 2011 ενώ οι διαδικασίες συνεχίζονταν. Οι προσφεύγοντες συγγενείς του αποβιώσαντος συζύγου και πατέρα τους, άσκησαν καταγγελία για παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ, με το οποίο καθορίζεται το δικαίωμα της ζωής, λόγω αναποτελεσματικής έρευνας όσον αφορά τις συνθήκες θανάτου του και την απόδοση ευθυνών. Συγκεκριμένα κατήγγειλαν καθυστέρηση στην έρευνα και στην εξέταση των μαρτύρων που είχε ως αποτέλεσμα την μη ανεύρεση στοιχείων και την απαλλαγή των υπαιτίων.
Το Στρασβούργο επισημαίνει στην απόφαση του ότι το κράτος είναι υπεύθυνο για τυχόν καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης όπως στην διενέργεια πραγματογνωμοσυνών και οφείλει να προβαίνει στην αποτελεσματική εκτίμηση των αναγκών σε ανθρώπινους πόρους στο δικαστικό σύστημα, ώστε να διασφαλιστεί ότι λειτουργεί αποτελεσματικά. Επίσης, στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε έλλειψη έγκαιρης και επαρκούς αντίδρασης εκ μέρους των αρχών στα προκαταρκτικά στάδια της έρευνας, δηλαδή εξέτασε τους μάρτυρες ένα χρόνο μετά την καταγγελία καθώς και μη διενέργεια δεύτερης πραγματογνωμοσύνης εφόσον είχε κριθεί απαραίτητη λόγω αντιφάσεων. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προαναφερθείσες αδυναμίες αναπόφευκτα είχαν αρνητικό αντίκτυπο τόσο στην αποτελεσματικότητα όσο και στη διάρκεια των μεταγενέστερων ερευνητικών μέτρων, θέτοντας σε κίνδυνο την ικανότητα διαπίστωσης των γεγονότων και ενισχύοντας τη προοπτική να μείνει το αδίκημα χωρίς τιμωρία. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ) στο πλαίσιο του διαδικαστικού του σκέλους.
Διαβάστε ολόκληρη την απόφαση εδώ
Με πληροφορίες από ECHR Caselaw